Τις νύχτες νερό κι αλάτι γίνομαι
νεκρά ψάρια από τη μνήμη
περνούν
ανύμφευτες λέξεις στο στόμα
κολυμπάνε
βυθίζομαι μαζί με τα σπίτια που
με κατοικούν
παλιά σπίτια μικρά σαθρά και
έρημα
που μέσα τους σέρνονται έπιπλα
σαπισμένα
σωπαίνουν οι τοίχοι οι
μουχλιασμένοι και υγροί
τις πόρτες που χάσκουνε σκουριά
τις κατατρώει
τ’ απάτητα πατώματα λάσπη
γλιστερή γεμίσανε
χιλιάδες γεννήθηκαν φύκια στις
στέγες
τις νύχτες που την ψυχή ο
άνεμος σαρώνει
σκορπάνε παντού ιστορίες για
απόντες