Θα πεθάνω από καρκίνο
του σπονδυλικού καημού
από κάποια κύτταρα που ξαφνικά θα σαπίσουν
ένα βράδυ ξέφρενα ηδονικό ζεστό και μυρωμένο
από δαγκώματα εκατό ίσως και χίλια
σε πόδι κι αυτί απ' αρουραίους γλυκά φαγωμένα
ο ουρανός πριν το ξημέρωμα θα πέσει επάνω μου
κατακρεουργημένος από φονιάδες αδίσταχτους
θα πεθάνω από μια έκρηξη που τ’ αυτιά θα τρυπήσει
αγνοώντας πως χρόνους πολλούς κάθε μέρα πεθαίνω
σε φυλακές εγκλωβισμένη και σε συντρίμμια λυπημένα
κυκλωμένη απ' τη μουντάδα του παμφάγου καιρού
θα πεθάνω γυμνή ή ντυμένη στα μαύρα ή στα κόκκινα
θα πεθάνω με κυρτωμένα των ποδιών μου τα νύχια
με γεμάτα από δάκρυα των χεριών τις παλάμες
με μάτια ξεριζωμένα από φεγγάρι τιμωρό
που κουβέντες μοχθηρές θα ψιθυρίζει στους ανέμους
θα πεθάνω και μπροστά μου δίχως έλεος θα σκοτώνουν
παιδιά μανάδες κι άντρες μ' έκπληκτα πρόσωπα κι ωχρά
διπλούς και τριπλούς λάκκους θα σκάβουν
με χέρια δεμένα, μέσα σε ποτάμι ορμητικό
μέσα σε φωτιά με πόδια παγωμένα θα πεθάνω
- τότε που όλα θα έχουν τελειώσει
ένας ήλιος σκληρός, σαν μάτι κυκλώπειο,
αυτό της πίκρας το τοπίο θα φωτίσει -