Αφουγκράστηκα τους ήχους
μιας νύχτας σκύλας λυσσασμένης
στου αγορασμένου έρωτα τα βήματα
άκουσα ιστορίες βρώμικες
στων φτωχοδιάβολων τις πιάτσες
στων πληρωμένων τ’ ανήλιαγα δωμάτια
μιας νύχτας σκύλας λυσσασμένης
στου αγορασμένου έρωτα τα βήματα
άκουσα ιστορίες βρώμικες
στων φτωχοδιάβολων τις πιάτσες
στων πληρωμένων τ’ ανήλιαγα δωμάτια
σε πρόσωπα θλιβερά και σώματα βέβηλα
μάσκες να φοράνε και στολές χρυσοποίκιλτες
του κριτή το λερό δάχτυλο να δικάζει είδα
σε υπόγειο ταβερνείο μια παρέα
με μάτια θρύψαλα κρασί να πίνει
ένα καράβι να σαλπάρει δίχως θάλασσα
ένα τραίνο δίχως ράγες να κυλά
μια γυναίκα μισότρελη είδα
στων αθλίων να καραδοκεί τις κρύπτες
με μάτι αγριεμένο κι ανάστατο
μάσκες να φοράνε και στολές χρυσοποίκιλτες
του κριτή το λερό δάχτυλο να δικάζει είδα
σε υπόγειο ταβερνείο μια παρέα
με μάτια θρύψαλα κρασί να πίνει
ένα καράβι να σαλπάρει δίχως θάλασσα
ένα τραίνο δίχως ράγες να κυλά
μια γυναίκα μισότρελη είδα
στων αθλίων να καραδοκεί τις κρύπτες
με μάτι αγριεμένο κι ανάστατο
όλα όσα άκουσα - όλα όσα είδα
άνοιξαν του πόνου τους ασκούς
άνοιξαν του πόνου τους ασκούς