Δραματικά ελεύθερη, μετέωρη τραγικά η ψυχή της. Μ’ ένα
ξυράφι στα χέρια όπου τον ήλιο έκοβε στα δυο. Μ’ έναν αντικατοπτρισμό στα μάτια
τρεμάμενο κι οβελιστέο. Από δηλητηριώδη ερπετά το σώμα της ζωσμένο. Αχνιστό
αίμα με μανία κόχλαζε κάθε που η πείνα της άγρια, εύσαρκα οράματα γεννούσε.
Κάθε που η φωνή της σάρωνε το κενό με μιαν χορδής σπασμένης αγωνία. Κάθε οπού
νεφών κλαγγή σκέπαζε το κεφάλι˙ τα μάτια της σκέπαζε, τις κραυγές. Κάθε που
σωριάζονταν προγόνων τσακισμένες καρδιές στις πολυθρόνες της, μυαλά σαλεμένα.
Κάθε όπου από το ταβάνι ως πολυέλεοι κρέμονταν της ανάσας της τα δάκρυα. Θήτευε
τη ζωή της σαρώνοντας το πάτωμα, ανοίγοντας και κλείνοντας παράθυρα. Γνέφοντας
στις ανάσες των απόντων της, τις παγωμένες να ζεστάνουν νύχτες. Οι γδαρμένες
παλάμες τούς τοίχους χτύπαγαν με λύσσα, κάθε που θρηνούσε ζωή σπαταλημένη κάτω
από στέγη που όγκοι την έθρυβαν καρκινικοί, κύτταρα αδηφάγα ως κισσοί
απλώνονταν στο χρονόμετρο της ήττας. Το σπίτι της στήριζαν τοίχοι ραγισμένοι
και πάτωμα σαθρό. Τη μέρα βύζαινε αγέρα μαύρο φωτιές κατάπινε τις νύχτες, η
Αγγελική. Θήτευε τη ζωή της όλη ασπαίρουσα κι αιμορροούσα.
Μια νύχτα κρύα, κατά τη συνήθειά της, άνοιξε το παράθυρο, κοίταξε τη φιδίσια ουρά του φεγγαριού, τους άδειους δρόμους κοίταξε˙
κι ύστερα για το άπειρο αποχώρησε ησύχως.