Σαν θα πεθάνω μια νύχτα
σ’ ένα σκοτάδι μαύρο
σε μια θάλασσα άγρια
ένα σμήνος πουλιών κάτασπρων
το καλό θα τραγουδούν κατευόδιο
άδειες φωλιές πια τα μάτια μου
σε δάσος θα ξενιτευτούν πυκνό
ή σ’ έναν κήπο ολάνθιστο
θα ψάχνουν σε φύλλα πράσινα
την καρδιά μου την άγρια
που σε ύπνο εκοιμήθη αθώο
κρατώντας στα σπλάχνα της
ένα ψάρι κόκκινο και πελώριο
με δόντια μικρά και σπασμένα
σαν θα πεθάνω μια νύχτα
άνεμος θα φυσάει άγριος
θα θρηνεί μια κουκουβάγια ματαίως
μια μάνα από καιρό νεκρή
με μαύρο θα σκεπάζει του πένθους πανί
ένα φεγγάρι σφαγιασμένο