Συνηθίζει ο κόσμος τα πάντα, ξέρετε. Την ψυχή στα
παζάρια ξεπουλάει, τη ζωή τη ζοφερή από τσιγκέλια κρεμά, στέκει ατάραχος πίσω
από παράθυρα μισάνοιχτα, δίχως δέος ή τρόμο κανένα, κοπάδια κοιτάζοντας από
τσακάλια κ’ ύαινες όπου τα δόντια τους δείχνουν αιματωμένα που, αφηνιασμένα κι
ανεμπόδιστα στους δρόμους, επελαύνουν. Χώρο άπλετο κάνουν πολίτες σκιώδεις,
κτήνη σαρκοβόρα καταβροχθίζουν αμάσητες σάρκες, σκουπίδια και πτώματα και ζωές
ρυπαρές στροβιλίζονται ανέμελα στο δύσοσμο της πόλης αέρα.
Της μέρας η κανονικότητα συνεχίζεται δίχως τίποτα και κανείς να την ταράξει.