Από λάσπη γκριζωπή το σώμα του. Τα ρούχα που φόραγε, το σπίτι που έμενε, οι δρόμοι που έπαιρνε, οι μέρες που του άρεσαν, τα πρόσωπα που έβλεπε. Όλα γκρι ήταν.
Φύλλα δάφνης μασούλαγε, χίμαιρες κυνηγούσε, έτρεχε πίσω από σκιές, παιδιά πετροβολούσε, έπινε της Άρνης το νερό - έτσι τους πόνους ξέχναγε, καύσης ανέπνεε φωτιές, καπνούς φυσούσε παγωμένους. Τον έπαιρναν τυφώνες, τον σήκωναν ψηλά, τον ξέρναγαν ευθύς στης ζωής τα γκρίζα ρείθρα. Δεν πήρε τίποτα, δε ζήτησε τίποτα. Στους ανθρώπους μοίραζε τα γκρίζα του χαμόγελα.
Κανείς το όνομά του δε θυμόταν πια. Μικροί - μεγάλοι κύριο Γκρι τον φώναζαν.
Μια κίβδηλη πέθανε πρωταπριλιά. Σαν μια φάρσα έζησε, σαν ένα ψέμα ζωής που κανείς δεν πίστεψε.