Σκοτάδι ασάλευτο
κι ύστερα φως ξαφνικά
επώδυνη παύση μακρόσυρτη
γυαλίζουν οι αποξηραμένες
των χρόνων στιγμές
της λήθης το χάδι εξατμίζεται
αλάτι πηχτό στα χείλη πέφτει
πάνω
στην ωχρή του σαγονιού καμπύλη
χρυσή κι ολοπόρφυρη η σάρκα καίει
οι ξεχασμένες τσούζουν πληγές
πέφτουν σκιόφωτα σε πόλη ανοχύρωτη
ως ψάρι οι ψυχές σπαρταρούν
του Σιλωάμ γυρεύοντας την κολυμβήθρα
(είναι άραγε η μνήμη επιλογή
ή μήπως πλημμύρα είναι;
μην τάχα είναι ναυάγιο
ή γνώση πετρωμένη)