Άνοιγε το ψυγείο. Στο γονεϊκό σπίτι σαν πήγαινε, το πρώτο πράγμα ήτανε που έκανε. Και μια και δυο και πολλές φορές. Άνοιγε και έτρωγε. Έτρωγε και δε χόρταινε.
Ράψ' το πια το ρημάδι! Σα βόδι θα γίνεις, της έλεγε η
μητέρα. Ο πατέρας επικριτικά κουνούσε το κεφάλι. Και μια και δυο και πολλές
φορές.
Συνέχιζε εκείνη να τρώει. Να χορτάσουν φαΐ τα μάτια,
το στομάχι, η ψυχή. Και μια και δυο και πολλές φορές. Να κρατήσει αποθέματα
ήθελε, για όλες τις άλλες μέρες. Αυτές που η κοιλιά άδεια. Αυτές που πάλευε την
πείνα ν’ αντέξει. Αξιοπρεπής κι αλύγιστη και τόσο πεινασμένη.
Κυριακή απόγευμα. Απ’ το γονεϊκό σπίτι φεύγει. Με το
στομάχι χορτάτο. Το περήφανο κεφάλι χαμηλά.
Η μάνα κι ο πατέρας σαν έφυγε την πολυφαγία της ώρα
πολύ σχολίαζαν, κουνώντας το κεφάλι.
Στιγμή δεν αναρωτήθηκαν το πώς και το γιατί.