Έρπουσες μνήμες αδέσποτες. Την
πόρτα ανοίγουν διάπλατα. Καλεσμένες κι ακάλεστες εισβάλουν. Γεμίζει το δωμάτιο
οδύνες. Ο αέρας μ' ανάσες αλγεινές. Ζαρώνουν με μιας οι τοίχοι. Ρωγμές το
πρόσωπο χαράζουν. Ρωγμές αγωνιώδεις. Ολόγυρα γύπες πετούν. Του θανάτου οι
ξενοδόχοι τροφή αναζητάνε – τι κι αν όλα φαγωμένα πια. Θεριά ανήμερα οι μνήμες,
κατατρώγουν ό,τι αφάγωτο παρέμεινε.
Τότε που, θυμάται τότε που, και τότε που και τότε που πάλι ή τότε που ξανά…
Το σώμα της βράχος ασήκωτος
έγινε
το δωμάτιο του πόνου ακρωτήρι.