Στην αρχή με των χρόνων το
πέρασμα τα μπράτσα ζάρωσαν. Τα χέρια έπειτα. Γραμμές η επιδερμίδα γέμισε. Τα
στήθη μαράθηκαν. Πλαδάρεψε το αιδοίο ατρόφησε. Μόνη και στραγγισμένη. Αυτό
ήταν; Τετέλεσται; Ή μήπως όχι;
Η ψυχή της ακόμη σπαρτάραγε. Προσμένοντας το αύριο, μέσα της άνθιζε ξανά ζωής φλόγα.