Στον κόσμο των εγκλείστων κουρελήδες βασιλιάδες ή στρατηγοί δίχως γαλόνια. Πουλιών βγάζουν φωνές ή σκύλων. Φωνάζουν άλλοι ή ακαταλόγιστα παραμιλούν. Κάποιοι –που επικίνδυνους τους είπαν– χειροπόδαρα δεμένοι σε κλίνες σιδηρές, πολλοί ναρκωμένοι είναι, κάποιοι στην απομόνωση.
Κι ο Σπύρος έτσι. Χρόνια στων έγκλειστων τον κόσμο. Ως μια κατάρα, ως στίγμα τον έβλεπαν στην οικογένεια τον τρελό. Στην αρχή τάματα έκαναν κι εξορκισμούς, μήπως και γιάνει ο ζαβός. Μα, αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα. Ως μιαρό τον διέγραψαν απ’ των ζωντανών τα κιτάπια, να κρύψουν τη ντροπή. Για τους δικούς, ανενδοίαστα, νεκρός από καιρό. Δίχως καντήλι αναμμένο.
Φορώντας τα τριμμένα της αθωότητας ρούχα, χρόνια στο ψυχιατρείο έζησε. Κι όλα τα χρόνια "μάναααααααα μααα μα" φώναζε το τίποτα κοιτάζοντας. Κάποια μέρα, σ’ ώρες βουβές, κουρελής κι αέρινος, ταξίδεψε ελεύθερος στο σύμπαν.
Στο νεκροτομείο, στων αζήτητων τη λίστα βρέθηκε. Ο Σπύρος.
(Ο Μιχάλης Μαδένης, με τόλμη και ευαισθησία, ζωγραφίζει τρόφιμους ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου, αποκαλύπτοντας, μέσα από τις ταλαιπωρημένες τους μορφές, το δράμα της ψυχικής νόσου. Οι αληθινοί εξόριστοι της ζωής και της κοινωνίας, εξόριστοι και από τον ίδιο τους τον εαυτό.)