Μια
χούφτα απ’ αστέρια πετάριζαν χλομά πέρα μακριά στον ορίζοντα. Σχεδόν σκοτάδι.
Στους δρόμους ούτε ψυχή ζώσα. Ντουβάρια μονάχα σκυθρωπά, ξεφλουδισμένα
μπαλκόνια, δίχως ανθρώπους σπίτια. Σκαιώδης ζωή στη ζοφερή την πόλη.
Αξιοθρήνητα τα σπλάχνα της.
Τη μέρα
άντρες και γυναίκες ισοπεδωμένοι μαζεύονται στους δρόμους. Με βλέμματα
σκοτεινιασμένα, απορία γεμάτα. Πού οι δουλειές τους χάθηκαν; Τα σπίτια, η
αξιοπρέπεια, οι ζωές τους πού; Ανήμποροι ο ένας τον άλλον κοιτούν. Πού θα πάνε,
πώς τα παιδιά τους θα ταΐσουν; Φόβος και θλίψη τους πνίγουν. Απελπισία από τη
μια, από την άλλη εκμετάλλευση. Τα χέρια που απλώθηκαν ήταν απατεώνων. Τάξανε
ξεδιάντροπα, ύστερα αθέτησαν, ξεπούλημα σάλπισαν χυδαία. Πάντα οι απατεώνες
φριχτά ξεπουλούν.
(Ένα
βήμα χωρίζει την απελπισία των εξαθλιωμένων απ' την οργή και οι σκλάβοι,
ελεύθεροι γίνονται.)