Σκεβρωμένο το σπίτι
στο τραπέζι ένα πιάτο σπασμένο
στην καρέκλα της μητέρας
φωλιά έκανε μια κουκουβάγια
από οιωνούς κακούς γέμισαν τα δωμάτια
των θεών τα σημάδια ξεκάθαρα
ένας παλιάτσος ρίζωσε
στης πολυθρόνας το μαξιλάρι
κάτω απ’ τον παλιό καθρέφτη
ένα ζευγάρι παπούτσια άδεια
βροχή δυνατή ξαφνικά πέφτει
απ’ τη γκρεμισμένη στέγη
ποτίζεται του σαλονιού η γλάστρα
ο φίκος γιγαντώνεται
το σπίτι πνίγεται
κανένας νεκρός
ζωντανός κανείς
το τέρας που βρυχάται
το τέρας που σκοτώνει
φωτιές ξερνάει
το σπίτι καίγεται