Ο καθρέφτης σε χίλια κομμάτια
σπάει
όταν η σελήνη γέρνει στο κρεβάτι της
όταν δυο χείλη πάνω της σκύβουν
φιλί παγωμένο να δώσουν
χιλιάδες πουλιά σε δέντρα κουρνιάζουν
σκιές γλιστρούν μαρτυρικές και κλαίουσες
αναζητούν τις από χρόνους χαμένες ρίζες
λαγούμια σκάβοντας στις φυλακές τους
σε νύχτες πηχτές και μολυβένιες
στο χείλος του τίποτα και του θανάτου
απελπισμένες καμινάδες κρέμονται
ετοιμόρροπες απ’ των σπιτιών τις στέγες
ξερνώντας μια βρώμικη πυκνή σκοτεινιά
λυτρωτικά
έπειτα, ο ήλιος ανατέλλει