Με περισσή φροντίδα τα ‘κρυβε κάτω από ωραία βελούδινα υφάσματα, πέπλα μαύρα, ή πίσω από παράθυρα και πόρτες κλειστές. Τα προκαλούσε να ανθίσουν, τα απαράμιλλης ομορφιάς μπουμπούκια ετούτα, λαίμαργα να τραφούν από δέρμα από σάρκα, μέχρι που κουρασμένα πια να μαραθούν κι αβίαστα στο πάτωμα τα χορτασμένα πέταλα να ρίξουν. Αναπληρώνανε τη θέση τους άλλα, που δίχως καθυστέρηση μεγάλη με τ’ άνθη πρόσωπο και σώμα τους έρχονταν να γεμίσουν, μετατρέποντάς την ολάκερη σε κήπο λύπης˙ θλίψης ολάνθιστης.
Δεν άνθιζαν ανέξοδα στο σώμα της τα δάκρυα.