Τις μικρές ώρες που οι θεοί
απλώνανε τις σκιές στο σούρουπο
πάνω στις γειτονιές του κόσμου
πίσω απ' την αδυσώπητη βουή
της έγνοιας των απλών πραγμάτων
μέσα στο βασανιστικό λευκό των προθέσεων
στου χειμώνα την καταχνιά εκεί
που κάποια σύννεφα ανεπαίσθητα
ξεφύλλιζαν σπάταλα τα φύλλα της μυρτιάς
την ώρα που όλα γύρω πλάγιαζαν
τα κυπαρίσσια σιγοκαίγονταν
βράζανε της γης τα σπλάχνα
οι οδοιπόροι κρατούσαν
τα χθεσινά τους όνειρα προσάναμμα
εκεί στην αρμονία της πλάσης
πίσω από τις μεμβράνες του δύοντος ήλιου
στα χείλη καινούργιο χαμόγελο φορούσες
την ματιά σου μ' ολόχρυση αστραπή σκέπαζες
κάθε ανοιχτή πληγή έσταζε η φωνή σου
ακροβατούσε επιμελώς δίπλα στις παρειές
ανάερος ο ίσκιος σου
εγκαλώντας αλλοτινούς παρόντες
νύχτωνε γρήγορα εκείνον το χειμώνα