Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Η γυναίκα που είχε γεννηθεί με το σημάδι της Σελήνης





Τα πουλιά κρυώνουν απόψε. Βγάζουν έναν ήχο που μοιάζει με βόμβο παλμικό. Ψιχαλίζει. Μέχρι το βράδυ μπορεί να ψιχαλίζει. Μια γυναίκα έτρεχε έπεφτε σηκώνονταν και ξαναέτρεχε μέσα στο δάσος. Γύρω της νάρκισσοι και ασφόδελοι και λεύκες πανύψηλες και νερά αναριγούμενα σε τόπο ομορφιάς ασύλληπτης. Ειρηνικής κι απόκοσμης ομορφιάς.  Το αίμα έχει ξεραθεί στο σκισμένο απ' αγκάθια μάγουλό της. Τ' ανακατεμένα μαλλιά της μαζί μ' ένα στρώμα ξερά φύλλα και μούσκλια κρέμονταν γύρω από ένα κάτισχνο πρόσωπο. Πρόσωπο χαραγμένο από την κούραση και της ζωής την πείνα.  Ένα κουρελιασμένο βρόμικο φόρεμα, που κάποτε πάλλευκο ήτανε, κρέμονταν σχεδόν άδειο απ’ τους ώμους της. 

Ακολουθούσε το μονοπάτι των ελαφιών που περνούσε ξυστά απ' το ποτάμι, προχωρώντας αργά μέσα στις σκοτεινές συστάδες των δέντρων. Μερικές φορές φαινόταν ως μια σκιά ή ως ένα παιχνίδισμα του φωτός μέσα στα φύλλα. Δε φαινόταν να αισθάνεται το γδάρσιμο στο πρόσωπό της ή την ψύχρα της αύρας που αναδυόταν απ’ το βουνό. Κοίταζε κάτω και πίσω. Κάτω και πίσω. Διαρκώς. Η γυναίκα στο μονοπάτι των ελαφιών έτρεχε.  Έτρεχε πάντα μέσα στα ίδια λίγα μέτρα του μονοπατιού του δάσους κοιτάζοντας κάτω το ποτάμι και πίσω, στα μαύρα βουνά. Όλο το απόγευμα έτσι περιπλανιόταν. Λες και δεν έχει τρέξει άλλο μονοπάτι στη ζωή της. 

 Έτρεχε κι αφουγκραζόταν. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της αφουγκραζόταν τους ήχους. Τους μάζευε όλη μέρα και όλη νύχτα. Τους αποθήκευε μέσα στο μυαλό της ή μέσα στο σώμα της. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της έμοιαζε με ό,τι ήταν: ναυαγός ανάμεσα σε ναυάγια. Αρμένιζε με τα μάτια της στις καταιγίδες. Άλλοτε πνιγότανε, άλλοτε σωνότανε. Πύρινες πεινασμένες γλώσσες της έγλειφαν τη σάρκα διαρκώς. Η γυναίκα στο μονοπάτι των ελαφιών είχε μάθει να μιλάει γλώσσες μυστικές. Να συνδιαλέγεται με τα τιτιβίσματα του δάσους και με τα μουρμουρίσματα των ποταμών.

"Γύρνα πίσω… Γύρνα πίσω… Στου Ιερού τη φανέρωση…"
Σταμάτησε να τρέχει και με τούτα τα λόγια που ο άνεμος της έφερε έλουσε την ψυχή της. Ο πόνος του προσώπου της με μιας απάλυνε. Τα χέρια της απλώθηκαν προς τα σύννεφα. Τα μάτια της γέμισαν προσμονή, ζωντάνεψαν λες ξαφνικά. Ναι, ήταν καιρός.  Έπρεπε πίσω να γυρίσει. Να συναντήσει το θεϊκό ζευγάρι: τον Ράουμ και την Ούκκο που κάθε χρόνο την άνοιξη γιόρταζαν τον ιερό τους γάμο.  Έπρεπε να τους πετύχει εκεί ακριβώς: στο Δρόμο του Μύθου. Στον δρόμο που όλοι οι άνθρωποι είναι προορισμένοι να βαδίσουνε και απ' την άγνοια, να ανέβουν στη σοφία. Το ένστικτο της αιωνιότητας θα την οδηγούσε στο σωστό δρόμο της Μεγάλης Πνοής. Θα ξαναζούσε την ιερή Ιστορία. Τα βήματά της σταθερά και προσεχτικά. Σε κάθε βήμα πίσω της πέταγε μια-μια όλες τις πέτρες που έσερνε, χρόνια τώρα, μαζί της. Το φίδι θα της έδειχνε τη δύναμη του πυρός. Θα μάθαινε να κοιμάται πάνω στο κουλουριασμένο πύρινο ερπετό, στα αρχέγονα ύδατα. 

Από εδώ και πέρα η γυναίκα που είχε γεννηθεί με το σημάδι της Σελήνης θα πετούσε από πάνω της το χώμα. Θ’ αποδέχονταν τις μυρωδιές του χθες και του σήμερα, θ’ άφηνε πίσω της τους δρυμούς και τα τόξα. Θα κρατούσε με σεβασμό, στα λευκά της χέρια, μοναχά το αύριο….