Άδειασαν ένα-ένα τα δωμάτια. Άχθος σιωπής οχληρής ανθίζει
παντού. Ενδύθηκε τη ρυπαρότητα του τίποτα η εύτακτη ζωή της. Χωρίς
καμιά υπερβολή, χωρίς ακρότητα καμία. Βυθίστηκε έκτοτε στων άδειων δωματίων τη
σιγή, νιώθοντας διαρκώς μια υποψία φόβου, ένα ισχυρό προαίσθημα κακού στο αίμα να εισβάλλει το στεγνό παγώνοντας, το εκπατρισμένο απ’ τον έρωτα σώμα. Με τον
καιρό ήρθαν και θρονιάστηκαν η μούχλα και η σαπίλα. Στους τοίχους, στα ντουλάπια,
στο σπίτι παντού. Επέδειχνε τότε μια στοργή αναπάντεχη. Στοργή και συντροφικότητα αναπάντεχη για ένα σάπιο σπίτι πανέρμο που τις σκάλες του ανεβοκατέβαιναν παλιά ραγίσματα και νέα, μήπως κι έτσι το σπίτι το γεμάτο πόρτες, παράθυρα και σκάλες ραγισμένες κάτι ζωντανό μέσα του για λίγο κρατήσει. Διαρρηγμένη κι ανέστια
ζούσε μόνη κάτω από τούτη την ετοιμόρροπη στέγη.
Τα βράδια αγέρας άγριος έκρουε τη θύρα, σάρωνε
βοριάς τα σαθρά παράθυρα. Γέμιζαν τότε οι παλάμες της τσακάλια, ύαινες, ενίοτε
και φίδια. Γέμιζαν τ’ αυτιά της λύκου άγριο ουρλιαχτό. Σαρκοβόρα φυτά τυλίγονταν σφιχτά στο στεγνό της το σώμα. Φωτιά γινόταν η ανάσα, το στήθος βρυχιόταν, σχιζότανε
το πάτωμα στα δυο. Ένα έγκαυμα, μια πληγή που ολάνοιχτα χάσκει εκείνη. Στα γόνατα σερνόταν, ικέτευε η ώρα να ‘ρθει της ανατολής. Να ζεστάνει τα σωθικά της ο εύσπλαχνος ο ήλιος, της νύχτας να φύγει ο σκοτεινός τιμωρός. Γονάτιζε η των πληγών αιχμάλωτη, ασθμαίνοντας και βογκώντας σαν αγρίμι σε παγίδα αόρατη πιασμένο, τ' ουρανού τον λαμπερό παρακαλούσε επουλωτή ως νικητής στο σπίτι να εισβάλλει ανάμεσα απ’
των καπνών και των γρίφων τα υπόγεια περάσματα.
Χωρίς καμιά υπερβολή, χωρίς ακρότητα καμία ζούσε η Φεβρωνία την εύτακτη και σαπισμένη της ζωή.