Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Αντώνης


Με μάτια φλεγόμενα στου κρεβατιού καθότανε την άκρη, ακούγοντας γκονγκ την εγκατάλειψη τους τοίχους να βαράει. Σιδηρόδρομος τα τσιγάρα που κάπνιζε, το στόμα του γραμμή τεθλασμένη. Ύστερα όρθιος σηκώνονταν, πάνω-κάτω στο δωμάτιο βημάτιζε, από στόμα και μύτη φυσούσε τουλούπες καπνού. Πάνε χρόνοι πολλοί που ένα σμήνος πουλιών κούρνιαζε στου κεφαλιού του την αρένα. Το σπίτι γεμάτο καπνούς, μουγκανητά, ουρλιαχτά σειρήνων τεράστιων, σαλπίσματα πόνου γυμνού. Στο σπίτι πόρτες, παράθυρα πάντα κλειστά. Μέσα από λάβα και στάχτη πέρασε η ζωή του.
Σαν έφτασε ασθμαίνοντας η νύχτα, έσκασαν ξαφνικά κύματα στο δωμάτιο κι από παντού αναπάντεχα. Ναυάγια παλιά, καρχαρίες αιμοβόροι, τρομακτικά σαρκοβόρα φυτά, βράχοι τεράστιοι και σκιεροί στο κατόπι τον παίρνουν. Αγωνιώδεις οδύσσειες, ματαιώσεις λυτρωτικές, ονείρων μαυσωλεία, ψήγματα ανάσας βαριάς όλα καταβροχθίζονται στην κυκλώπεια των κυμάτων δίνη. Άπνοια. Απόγνωση. Τρόμος. Έξοδος κινδύνου πουθενά. Σερνάμενα χαράγματα κι ολάκερο το σπίτι από φόβο τρίζει.

Το πρωί ήρεμος πια, μ’ ένα χαμόγελο αχνισμένο, των πουλιών το σμήνος αποχαιρετά ο Αντώνης. Λιποταχτώντας από του πόνου τη μεραρχία, πήδηξε του σπιτιού τη στέγη προς την εύμορφη κάτω την ερημιά.