Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Ποτέ ξανά!




Εικόνες έρχονται. Απάνθρωπες. Μετέωρες στα μάτια μένουν. Ύστερα σωριάζονται με γδούπο στα πλακάκια. Πυκνώνει επικίνδυνα ο αέρας. Σφίγγει το κεφάλι της μια μέγγενη. Πήζουν του μυαλού τα διάκενα. Βουτά στα βάθη ασάλευτη. Φτάνει ως το βυθό. Βίαια ύστερα αναδύεται. Τότε απροειδοποίητα τη χτυπά των δυτών η νόσος. Φυσαλίδες αζώτου. Αποφράσσονται τα αιμοφόρα αγγεία. Γίνεται το σώμα άκαμπτο. Πονάνε οι αρθρώσεις. Αφόρητα πονάνε. Παραλύει. Όπως τότε που η απόληξη του χεριού μαχαίρι του δήμιου ήτανε. Όπως τότε που η απόληξη εκείνου του χεριού μαλλιά ξεριζωμένα. Με τρόμο κι οδύνη το χέρι της σηκώνει. Σκουπίζεται. Όπως τότε που το πρόσωπό της μουσκεμένο με σάλιο απεχθές. Όπως τότε που πάνω του μπλε κίτρινη μαβιά φτύνανε χολή.

Ουρλιάζει μέσα της. Έξω σιωπηλή. Ο απροσμέτρητος φόβος σφραγίζει το στόμα. Κλείνει τ’ αυτιά της. Τ’ αυτιά που λέξεις τα τρυπούν απάνθρωπες. Όπως τότε που το στόμα σκισμένο. Όπως τότε που δόντια, μύτη, χείλη, μάτια αίμα στάζανε. Όπως τότε που σε κομμένες φλέβες ρέανε απελπισίας οροί.

Σωριάζεται στο πάτωμα. Ένα μικρό κουβαράκι απροστάτευτο. Κείτεται εκεί λιπόθυμη. Σαν τα ρουθούνια δυσωδία εισπνέουν, εκείνη ανακάμπτει. Της ζωής της η δηλητηριώδης διάχυση, αυτός ο δικός της αιθέρας την ξυπνά. Μόνη της, ύστερα απ’ ώρα πολύ, σηκώνεται. Σέρνει τα βήματά της ως το μπάνιο. Ρίχνει ανήλεα τα μάτια στον καθρέφτη. Τρομάζει. Λυγίζει. Θυμώνει. Με λύσσα μεγάλη πρόσωπο χέρια σώμα μυαλό μνήμη ξεπλένει. Να γίνει πεντακάθαρη θέλει. Για πάντα ν' απαλλαγεί απ' το όνειδος τούτο. Τις εικόνες του εφιάλτη θέλει να διώξει. Τον πόνο που ακόμα και τώρα, κάποιες αδέσποτες στιγμές, ολοζώντανος στρογγυλοκάθεται μέσα της. Τα νύχια μπήγει στη σάρκα. Στην ψυχή της τη ρακένδυτη καινούργια φτερά φοράει.

Δεν κρυώνει πια. Δεν κρυώνει. Τώρα τα νύχια της, νύχια πουλιού. Τώρα τα μάτια της, γάλα και μέλι.
 
Ακούς μαμά; Δεν τρέμω πια. Δεν πονώ πια. Τώρα πια δε λυγίζω. Τ' ακούς μαμά; Ακούς; Χέρια πόδια σπασμένα, μα καινούργια φτερά. Καινούργια φτερά τώρα μαμά.

Όχι. Τώρα πια δεν κρυώνω. Μαμά.