Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Τ’ ακοίμητα παιδιά


Ως άστρο που έπεσε
που αέρας τη σκόνη του σάρωσε
που αέρας του στέγνωσε το αίμα
― γίναμε ξανά ένα
η σκόνη κι εγώ

παραδίνομαι στης θλίψης τ’ ακοίμητα παιδιά
στην άφατη εμμονή της ανάσας
εκείνης που εκπνέει βαθειά
που ως πλοίο βουλιάζει
σε κυμάτων δίνη
βοήθειααααα εκπέμπει μετά

υγρά σεντόνια τσαλακωμένα
πεταμένα ως χώμα στο πάτωμα
χελωνίσια πατήματα
αργά πολύ αργά
κενό μεγάλο κενό
πολύς ο πόνος στο κενό
φωνές εγχάρακτες στα μαύρα μου ρούχα
ολολύζουν ολόμαυρες σκιές
στα φορεμένα ρούχα

φωνές κρώζω μαύρων πουλιών
με νύχια κλόουν θλιμμένους
με δόντια γεράκια αρπακτικά
αρμενίζει του τσιγάρου ο καπνός
καπνός και στάχτη το ταξίδι
ούτε καν ένας θάνατος αξιοπρεπής
κι ούτε καν ένα ξημέρωμα
για τα παιδιά τ’ ακοίμητα
που στον κόρφο μου 
φωλιάζουν