Νύχτες απέραντες και θλιβερές
σαν τρόμος λευκός
σαν κλάμα βουβό και πετρωμένο
λίγο κάτω απ’ τα βλέφαρα
λίγο πριν απ’ τα χείλη
καρφώνουμε στον τοίχο την καρδιά
τα χέρια κρεμάμε στις πόρτες
φυτεύουμε τα πήλινα πόδια
στις ράγες των τραίνων που χάσαμε
στα κουφάρια μιας μέρας ατέλειωτης
εμείς
οι εναγωνίως αχαρτογράφητοι
κάθε νύχτα κάθιδροι ξυπνάμε
φοράμε τα χρόνια μας ανάποδα
κι όλο ρωτάμε
γιατί
κι ως πότε