Πως
θα ξέμενε φοβόταν εκεί
πως
οι μήνες τα χρόνια θα χάνονταν
σε
τόπο ξένο με ψυχή παγωμένη
με
δόντια σουβλερά τις μέρες να τρώει
με
σπλάχνα γεμάτα από πίκρας κάρβουνο
μ’
ανάσες ζωτικές σ’ αναστολή διαρκή
χρόνια
τόσα και τόσα˙ με κεφάλι και σώμα
από
προσμονή και λαχτάρα σκυμμένα
η
ζωή του όλη μια καμπούρα
ένα
καημού βράδυ ασήκωτο
ξένος
νεκρός σε ξένο τόπο βρέθηκε
ο
ιατροδικαστής διαπίστωσε ευθύς πως
για
το θάνατο ευθύνεται της πατρίδας
ο
νόστος