Βροχομαστιγωμένος
και τουρτουρίζοντας, αποκαμωμένος στους δρόμους της πόλης προχωρούσε. Η
απελπισία ήταν εμφανής στο πρόσωπο˙ στα ρούχα του, η φτώχεια.
Η βροχή
δυνάμωνε˙ ολοένα και δυνάμωνε. Ποτάμια γίνηκαν οι δρόμοι.
Είδε κι
αποείδε, στο τέλος απόφαση το πήρε: Τα χέρια άπλωσε, τα έκανε κουπιά. Σε βάρκα,
ο Μπάμπης, μετατράπηκε ευθύς. Επέπλευσε στο σύμπαν.
(Σ’
αυτή την πλεύση την αιώνια, παρ' όλα τα κουρέλια του, δεν κρυώνει πια ο
Μπάμπης.)