Αμίλητη ήτανε και σκοτεινή
μια θάλασσα ήτανε μαύρη
στις σκιές άηχα μίλαγε
έκοβε τα μέσα της πριόνι ακονισμένο
πουλί ήτανε που να πετάξει
αρνήθηκε
ή νύχτα σκυφτή που τοίχο-τοίχο
πήγαινε
μέχρι που λησμόνησε πού ήθελε
να πάει
οι ραφές απ’ το δέρμα της
σύντομα ξηλώθηκαν