Αξιολάτρευτη ήτανε. Γλυκιά,
υπομονετική, καλόβολη, αντιρρήσεις δεν έφερνε, χαριτωμένα έσκυβε πάντα το
κεφάλι.
Ώσπου
μια μέρα αποφράδα τα πάνω-κάτω ήρθανε. Μια μέρα, εντελώς ανεξήγητα,
"όχι" μου είπε. Η δειλή, ψιθυριστή φωνή της καλύτερα τα πράγματα δεν
έκανε. Δεν το άντεξα, το αίμα στο κεφάλι ανέβηκε. Τι την έπιασε έτσι ξαφνικά,
να καταλάβω δεν μπόρεσα. Τούτο το "όχι" άμεσα από τη ρίζα του να
ξεριζώσω έπρεπε.
Δεν φταίω εγώ που τη σκότωσα, μ' ανάγκασε. Άντρας με αρχές είμαι. Είναι που
έτσι, είναι που μ’ αυτό το πρόσωπο καθόλου δεν την άντεχα. Καθόλου δεν μπορούσα
να τη συνηθίσω. Μ' ανάγκασε, σας λέω, μ’ ανάγκασε.