Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

Κανείς πια

Ήρθα, είπε, μόλις την πόρτα άνοιξε.

Σείστηκε σχεδόν από χαρά το σπίτι. Γύρω-τριγύρω έριξε μια γρήγορη ματιά, προχώρησε και στην κουζίνα μπήκε.

Καλώς το μου! Στρωμένα έχω για να φας, η μάνα είπε, η από χρόνια πεθαμένη Σε λίγο φτάνει κι ο πατέρας. Το παιδί του με στοργή κοιτά. Ρωτάει πως τα πήγε στη δουλειά κι αν πολύ κουράστηκε. Από χρόνια κι αυτός πεθαμένος.

Εκείνη έφαγε, νερό ήπιε. Στην υγειά μας, είπε, το ποτήρι σηκώνοντας. Σαν απόσωσε το φαγητό, απ’ το τραπέζι σηκώθηκε, στα δωμάτια όλα μια ματιά έριξε. Όλα καλά, ακούνητα στη θέση τους. Όλα ήσυχα και σιωπηλά. Το τηλέφωνο κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Κλήση καμιά. Προσδοκία καμιά. Ορίζοντας κλειστός;

Κούρνιασε στο κρεβάτι της. Στις πετρωμένες ώρες. Την έσκαψε, την έφαγε η σιωπή. Ένας λάκκος άδειος απέμεινε το στήθος. Δακρύζει. Μαμά, μπαμπά, κάνει κρύο πολύ εκεί; με αγωνία τους ρωτά. Λαίμαργα βυζαίνει τ’ όνομά τους. Στη λιωμένη ψυχή της το σκήνωμά τους άλιωτο.

Το δικό της όνομα το ξέχασε.

Με αγάπη κανείς δεν το φωνάζει πια.