Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Στης συμφοράς τη χώρα

 


Στης συμφοράς τη χώρα γεννήθηκε. Μα σαν είσαι παιδί, σαν είσαι ακόμα άψητο ζυμάρι χωρίς όρια μπορείς να ονειρεύεσαι. Κοιτούσε ψηλά το παιδί στον ουρανό του τόπου του, χρώματα έδινε σ' ορίζοντες συννεφιασμένους.

Μα σαν έριχνε τα μάτια του στη γη πόσο έκλαιγε, πόσο φοβόταν το παιδί! Μονάχα πτώματα έβλεπε, μονάχα συντρίμμια, μονάχα αιματοκύλισμα, καπνούς και συμφορά. Έβλεπε που φύσαγε του ολέθρου ο βοριάς πάνω από μάνες μισότρελες που ‘ψαχναν τα παιδιά τους κι από μανάδες νεκρές με τα μωρά ακόμα στο βυζί, φύσαγε πάνω από νεκρά αδέλφια αγαπημένα, από λεβέντες πατεράδες που κείτονταν νεκροί. Κρανίου τόπος, ο τόπος του. Σαν έριχνε τα μάτια του στη γη, του πολέμου έβλεπε τη φρίκη.

Άλλη μια βόμβα ρίχτηκε απ' τα μαύρα τα κοράκια. Κομμάτιασε πόδια, σώμα, κεφάλι. Δόθηκαν τα άγια τοις κυσί κι έφυγε και τούτο το παιδί, το άψητο ζυμάρι. Κίνησε ελεύθερο κι ολόκληρο για των σκιών τον κόσμο. Εκεί, στου άπειρου το σιωπηλό τον κήπο, όπου οι μικροί κι αθώοι κατοικούν σαν βιαίως εγκαταλείψανε της συμφοράς τη χώρα.




Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Η ζωή σκυφτά

 

Θα σε σκοτώσω μωρή καργιόλα, ούρλιαξε μέσα στα μούτρα της. Αχάριστη παλιοπουτάνα νεκρή θα σε στείλω στη μάνα σου! Έτσι ρε, για να καταλάβεις ποιος είναι το αφεντικό εδώ μέσα! Λέγε ρε! Λέγε! Θα ξαναπείς όχι σε μένα; Έβγαζε αφρούς από το στόμα.

Το κεφάλι εκείνη έσκυψε, στο πάτωμα έριξε τα μάτια, έκανε να φύγει, να σωθεί. Εκείνος την πρόλαβε. Απ’ τα μαλλιά τη βούτηξε, μπουνιές τις έριξε, κλωτσιές σ’ όλο το σώμα, η μαύρη του ψυχή την έγδαρε παντού.

Έφυγε το δέρμα, έφυγε το πρόσωπο, πόδια και χέρια παρέλυσαν.

Έφυγε η ζωή σκυφτά.




Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Προσμονή

 




Καλπάζουμε στην πλάτη της σιωπής

στις φτερούγες ονείρων νεκρών

γυρεύοντας έναν κήπο σκιερό

της ψυχής ν’ απιθώσουμε τις ρίζες

κι ως τότε μέχρι ρανίδας πίνουμε

της πίκρας την αόρατη βροχή

αποσαρκωμένοι κι ανυπόδητοι

πνιγμένοι σε φεγγάρια μαύρα και πικρά

μιας προσμονής απαρηγόρητης



Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Εγέρθητι

Άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει

πριν του ψεύδους σου η ζωή σε παραλύσει

πριν ζήσεις μ' ευτέλεια αχρειότητα και θλίψη

πριν χρειασθεί, για να σωθείς, θαύμα να γίνει

 

 

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Έρημο σώμα

 


Μόνη. βυθίζεσαι. μόνη. κεφάλι σκυφτό. παραπαίον σώμα. βήματα. μόνη. πάνω-κάτω στο σπίτι. έρημο σπίτι. παραπαίον σώμα. ξεβρασμένο σώμα σε σπίτι έρημο. βήματα-αράχνες. σπίτι-παγίδα. πάνω-κάτω στο σπίτι. αράχνες σε σπίτι-παγίδα. βήματα. ερημιά. χέρια μόνα. γδέρνουν ματώνουν το σώμα. ερημιά. πάνω-κάτω στο σπίτι. τ' αδυσώπητα κι ανείπωτα. στους τοίχους στο πάτωμα χαραγματιές. τ' αδυσώπητα κι ανείπωτα χαραγματιές. έρημο σώμα. χθόνιο. χέρια έρημα. γίνονται σκιές και χάνονται στη νύχτα. τα χέρια. το σώμα. στο έρημο σπίτι. το γεμάτο των ανείπωτων κι αδυσώπητων τις χαραγματιές.

πάνω-κάτω στο σπίτι. βήματα ξυραφιές. βήματα ραψωδοί ψυχής ερημωμένης. μόνη. μόνη. μόνη. αγωνίας παραλήρημα. γύρω σκιές. παγωνιά. γύρω σκιές και κουρέλια. γύρω έμβρυα νεκρά. ερώτων σαρκοφάγων. νεκρά τα πολυπόθητα τα έμβρυα. νεκρά. κρεβάτι σαβανωμένο. έρωτες έμβρυα νεκρά. μόνη. μόνη. μόνη. πηγάδι που στον πάτο σε ρουφάει. βυθίζεσαι. κρεβάτι-πηγάδι που σε ρουφάει. παγωνιά. ούτε ένα χέρι να σε τραβήξει. ούτε ένα χνώτο να σε ζεστάνει. παγωνιά. πάνω-κάτω τα παγωμένα μέλη. έρημα κινούνται στο πουθενά. ερήμους ματαίως ενώνουν. μάταια βήματα. βήματα μάταια πάνω σε γυαλιά. σπασμένα ματωμένα γυαλιά. σπιθαμή προς σπιθαμή βήματα αιμάτινα. σε σχοινί τεντωμένο. σε κουζίνα-σαλόνι-δωμάτιο. βήματα. παγωμένα βήματα σε σχοινί τεντωμένο. μόνη. μόνη. μόνη. ερημιά.