Κούρνιαζε στο κρεβάτι της
τις πετρωμένες ώρες που
την έσκαβε την έτρωγε η σιωπή
- ένας λάκκος άδειος
απέμενε το στόμα
άδειο βλέμμα
κρεβάτι άδειο
βάναυση σιωπή
μονάχα ένα κρακ ακούγονταν
μονάχα των ρωγμών της ο ήχος
Κούρνιαζε στο κρεβάτι της
τις πετρωμένες ώρες που
την έσκαβε την έτρωγε η σιωπή
- ένας λάκκος άδειος
απέμενε το στόμα
άδειο βλέμμα
κρεβάτι άδειο
βάναυση σιωπή
μονάχα ένα κρακ ακούγονταν
μονάχα των ρωγμών της ο ήχος
Σαν θα πεθάνω μια νύχτα
σ’ ένα σκοτάδι μαύρο
σε μια θάλασσα άγρια
ένα σμήνος πουλιών κάτασπρων
το καλό θα τραγουδούν κατευόδιο
άδειες φωλιές πια τα μάτια μου
σε δάσος θα ξενιτευτούν πυκνό
ή σ’ έναν κήπο ολάνθιστο
θα ψάχνουν σε φύλλα πράσινα
την καρδιά μου την άγρια
που σε ύπνο εκοιμήθη αθώο
κρατώντας στα σπλάχνα της
ένα ψάρι κόκκινο και πελώριο
με δόντια μικρά και σπασμένα
σαν θα πεθάνω μια νύχτα
άνεμος θα φυσάει άγριος
θα θρηνεί μια κουκουβάγια ματαίως
μια μάνα από καιρό νεκρή
με μαύρο θα σκεπάζει του πένθους πανί
ένα φεγγάρι σφαγιασμένο
Περιενδεδυμένοι μανδύα περίτεχνο
άνθρωποι φτηνοί με μάτια σαύρας
ως σμήνη κατηφόριζαν όχλου επικίνδυνου
λυμαίνοντας τη μισοφαγωμένη πόλη
ερπετές φωνές ξέσκιζαν το γαλακτώδη αέρα
φίδια φοβισμένα απολεπίζονταν
φολίδες γέμισαν οι κίτρινοι δρόμοι
ώρες παχύρρευστες εκκένωναν
παγωμένες φαντασμάτων ανάσες
τσακισμένοι οι προδομένοι και κατάκοποι
απ’ το γνέσιμο λόγων ανείπωτων
οι των τιμαλφών ιερών κληρονόμοι
του δικαίου κοιμόταν το σκυλίσιο ύπνο