Θα
σε σκοτώσω μωρή καργιόλα, ούρλιαξε μέσα στα μούτρα της. Αχάριστη παλιοπουτάνα νεκρή θα σε στείλω στη
μάνα σου! Έτσι ρε, για να καταλάβεις ποιος είναι το αφεντικό εδώ μέσα! Λέγε
ρε! Λέγε! Θα ξαναπείς όχι σε μένα; Έβγαζε αφρούς από το στόμα.
Το κεφάλι εκείνη έσκυψε, στο πάτωμα έριξε τα μάτια, έκανε να φύγει, να σωθεί. Εκείνος την πρόλαβε. Απ’ τα μαλλιά τη βούτηξε, μπουνιές τις έριξε, κλωτσιές σ’ όλο το σώμα, η μαύρη του ψυχή την έγδαρε παντού.
Έφυγε το δέρμα, έφυγε το πρόσωπο, πόδια και χέρια παρέλυσαν.
Έφυγε η ζωή σκυφτά.