Καλπάζουμε στην πλάτη της σιωπής
στις φτερούγες ονείρων νεκρών
γυρεύοντας έναν κήπο σκιερό
της ψυχής ν’ απιθώσουμε τις ρίζες
κι ως τότε μέχρι ρανίδας πίνουμε
της πίκρας την αόρατη βροχή
αποσαρκωμένοι κι ανυπόδητοι
πνιγμένοι σε φεγγάρια μαύρα και πικρά
μιας προσμονής απαρηγόρητης