Τ' απόκρημνα μάτια τουσε δρόμους ασάλευτους στυλώνειτην έβδομη μέρα του μήνα Θαργηλιώναδράκοι πυρίδρομοιβάφουν την πόλη κόκκινηστήνουν χορό λυπημένομια γυναίκα ποτίζει το σώμα τηςένας σκύλος έχει στο στόμα τουτην στιλπνή της καρδιάένας γέρος ψάχνει στις τσέπες τουμέσα τους βρίσκει ένα κέρμακαι λίγα οστά ξεχασμέναένα παιδί με μαυρισμένα χνώτακολυμπά σε χρώματα λασπωμέναζωγραφίζει ραμμένα στόματαώρες μετά ή και χρόνιαμε περισσή επιμέλειαμε ένα μαχαίρι δίκοποτις σάρκες τεμαχίζειμε δάχτυλα ακρωτηριασμέναβγάζει τα δυο του μάτιαούτε δάκρυα πια ούτε ανάγκημονάχα κάτι ξύλινα γυμνά κατάρτιακαι μια πανοπλία χάρτινη και θλιβερήτην όγδοη ημέρα του μήνα Χαμένουλυσίπονο ταξίδι προσδοκώνταςμιας λύπης παγωμένηςκαθ' οδόν βρίσκεται εξόδουΠυρφόροςΆγερτοςΜονάχος