Τότε που ζούσα πατέρα
ανάμεσα στ’ αρώματα
πυρακτωμένων πορτοκαλιών
με πόδια άβρεχτα
ή άλλως πως
γαία πυρί μιχθήτω
ωσάν μου εχαρίσθη
το φως το γενναιόδωρο
μα η ζωή αλλιώς
σαν γάμος άγαμος
ολέθριος μαύρος γάμος
στέφανα και βέρες
μοίρας καλής
μοίρας κακής
μαχαίρια
και σπαθιά
ουαί τοις ηττημένοις
σιωπή
παύση
λευκό
μέχρι εξόντωσης
λευκό
οικεία βουλήσει
οικεία θελήσει
άφες αυτοίς πατέρα