Γερά δόντια γερό στομάχι
πνεύμα και δέρμα φιδιού
λες και δεν ήπιες αίμα αρκετό˙
άσβεστη τη δίψα σου κράτησες
πεινασμένη σύρθηκες κι αχόρταγη
ανάμεσα σ' απουσίες και ρωγμές
ρούφηξες από ποτήρι ξέχειλο
όλες του τις σταγόνες˙
ύπουλα με σίμωσες
νίπτω την ψυχή μου
το σώμα απεκδύω από κάθε ανομία
προετοιμάζω τα ρούχα της φυγής
των φτερών το γοργοχτύπημα
σαν αφουγκράστηκα το δείλι
γυμνόσαρκος ο φόβος μοναξιά μου
μην απομείνεις μόνη αγωνιώ
σαν το καπέλο του πεθαμένου
στην κρεμάστρα
σαν τ’ άδειο μανίκι του
σκιάχτρου μη μείνεις
τούτο το σώμα δεν σε σηκώνει
πια
φόρα τα ξυλοπάπουτσά σου
καιρός να φεύγουμε και οι δυο
μην απομείνεις μόνη
φοβάμαι μοναξιά μου