Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Λεπτομέρειες ασήμαντες ημέρας βροχερής




Στα παράθυρα έπεφτε δυνατά η βροχή που έτρεχε ώς κάτω˙ το σπίτι σχεδόν κρύο.
Ήταν γυμνή, απροστάτευτη, αιμάσσουσα. Τα μαλλιά ακόμα βρεγμένα, δεν είχε πολλή ώρα που βγήκε απ’ το μπάνιο. Τα δάχτυλά της τρομαγμένα πέρασαν πάνω απ’ το στήθος της, στους επιδέσμους που σκέπαζαν κι έσφιγγαν τη μεγάλη από νυστέρι ουλή. Ζούσε με παλιά, φτιαχτά όνειρα, φοβισμένη ζούσε πρόχειρα.
Η πόρτα άνοιξε, δε γύρισε να κοιτάξει ποιος, βήματα στο πάτωμα την πλησίασαν, δύο χέρια από τη μέση την έπιασαν, τη στριφογύρισαν στον αέρα, δυο μάτια εμπύρετα την κοίταζαν, προσπάθησε να ελευθερωθεί, ν’ αρνηθεί τη ζωή της προσπάθησε.
‒ Δεν είναι η γυναίκα μου πανέμορφη;
Γέλασε απελπισμένα κι όμορφα, τα μάτια έκλεισε, έτσι δεν υπήρχαν πια παράθυρα κλαμένα, καμία ουλή, επίδεσμος καν ένας παρά μονάχα δύο μάτια εμπύρετα, δυο χέρια που απ’ τη μέση ανυπόμονα την έπιαναν και στον αέρα τη χορεύαν, πούπουλο.
Η βροχή έξω σταμάτησε, τα παράθυρα το τραγούδι άρχισαν, ζεστάθηκε το σπίτι όλο. Ενώ.
Εύσαρκον ποίημα τύλιξες˙ κάτι σαν ένδον φως.