Σίγουρος δεν ήταν. Ένιωθε, όμως, πως κάτι
από πάνω του τού έλειπε. Κάμποσα απ’ τα ρούχα του έβγαλε, το σώμα άρχισε να
ψηλαφίζει, το δέρμα, τα δάχτυλά του, το κεφάλι, τα πρησμένα γόνατα. Τις παλιές
ουλές, π’ ούτε θυμόταν πια από τι είχαν μείνει, άγγιζε μία-μία. Με κόρες
διαστελλόμενες, μ’ επιθέσεις απανωτές κινήσεις άξεστες άνοιγε ντουλάπια,
συρτάρια κλειδωμένα, βαλίτσες-αποκαΐδια από μέρες ζεστές, κι από τότε που
άλλαζε τραίνα, σταθμούς, ταξίδια. Αγωνίας κλωστές κρέμονται από το μέτωπο.
Στην τυφλή του ανίχνευση γεύσεις στυφές το στόμα γέμιζαν, τα χέρια έτρεμαν
τρεμούλιαζαν τα, από λιμνασμένο αίμα, πόδια. Έπιανε ό,τι μπροστά του
βρίσκονταν. Στάχτες, ομίχλες, χώμα, κόκαλα˙ ρούχα σαπισμένα. Ύστερα όλα τα
‘κλεινε. Έπειτα, πάλι άρχιζε μανιωδώς κι απ’ την αρχή να ψάχνει.
Δε βρήκε τι. Κι όμως! Ήτανε σίγουρος πως.
Απόλυτα βέβαιος ότι. Έκλεισε παράθυρα και πόρτα κι έτσι μισόγυμνος βγήκε στο
δρόμο κι άρχισε έξω να ψάχνει, στων κυνών την πόλη, ψαχούλεψε˙ το ‘ξερε:
μετά μανίας κάτι από
πάνω του τού έλειπε!