Είναι ξημέρωμα με φως θαμπό
είναι δωμάτιο άδειο και
λυπημένο
από ξεχασμένο παράθυρο ανοιχτό
επισκέπτης μπαίνει απρόσμενος
ένα πουλάκι που την πλάτη μου
ραμφίζει
πουλάκι με τόσες δα φτερούγες
μπλε
στ’ αυτιά μου τιτιβίζει λόγια
τρυφερά
πυκνούς κάνει γύρω κύκλους
φλογάτους
απ΄ το κρεβάτι το τραπέζι το
κεφάλι μου
με μάτια ζεστά στα μάτια με
κοιτάζει
κόκκινο κρασί ζητά και λίγο
ψωμοτύρι
λαίμαργα τρώει και πίνει στην
υγειά μου
ύστερα αιφνίδια έξω απ’ το
παράθυρο πετά
σ’ έναν ορίζοντα χάνεται σε φως
χρυσαφένιο
λίγο πριν φύγει πως θα ξανάρθει
μου ‘πε πάλι
μα ούτε κουβέντα για τη σφαγή
δεν είπε
ούτε λέξη για την αιμορραγία
που ακολουθεί μετά
εσύ ήσουν μητέρα;
ή μήπως εσύ μπαμπά;