Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Το κεφάλι μου

 




Το κεφάλι μου. Που είναι το κεφάλι μου;

Το βρίσκω ακουμπισμένο στο τραπέζι. Στο τραπέζι το γεμάτο κροκόδειλους και πιάτα άδεια. Το βρίσκω ακουμπισμένο στο παράθυρο. Στο παράθυρο με τις λαμπρές του ήλιου αυταπάτες και τις μονόπτερες μύγες. Το βρίσκω μέσα στη μπανιέρα να ξεπλένει τα αίματά του. Στη μπανιέρα με τα πνιγμένα του μέλλοντος μωρά και τα κομμένα φτερά από μπλε πεταλούδες. Σ’ αυτή τη μπανιέρα το βρίσκω.

Το βλέπω μπρούμυτα με τα μάτια κλειστά τα χείλη μισάνοιχτα τ’ αυτιά του κομμένα. Βγάζει απ’ το στόμα του τη γλώσσα. Φτύνει η γλώσσα τα ψίχουλα που ανενδοίαστοι εγκληματίες σ' εξαθλιωμένους ρίξανε. Φτύνει κομμάτια από πόδια και ξέφτια από δάχτυλα. Φτύνει τ’ αυτιά τα κομμένα. Τα μάτια του να βγάλει θέλει μα δίχως χέρια δεν το μπορεί. Κι έτσι, φτύνει ξερνά ακατάπαυτα. Το κεφάλι μου που μπρούμυτα βλέπω.

Το κεφάλι μου φεύγει. Το κεφάλι μου φεύγει και βουτάει στις λάσπες. Βουτάει στις λάσπες των δρόμων π’ αγκομαχούν απ’ των εκπορνευμένων το εμπόρευμα απ' των άστεγων και άσιτων τους μακρόσυρτους τους ασαφείς τους ήχους. Στους δρόμους μιας πόλης που τις πληγές της γλύφει ανάμεσα σε δολοφόνους-σωτήρες σε συσσίτια κατοχικά σε υποσχέσεις δοσίλογων σε σταυρούς αγκυλωτούς αποχρώσεων πολλών σε καπνογόνα και μάρμαρα σπασμένα. Κυλάει φρενιασμένο μαβί κύμα προς έναν αχανή λάκκο προς έναν ήχο σφυριών και σταυρών. Προς ένα σκοτάδι ευτελών εκτρωμάτων κυλάει σταματά ψάχνει αναγνωρίζει τον τρόμο σε τούτο το σκοτάδι των περιττωμάτων.

Εξ αριστερών προς δεξιά στρίβει και πίσω στο σπίτι γυρνά. Κοιτά με μάτια εμπύρετα απ' το παράθυρο κοιτάει περίλυπο τη μακριά πομπή. Τη λιτανική μακριά πομπή από τεράστια σαρκοφάγα από μικρά και μεγάλα τρωκτικά από μυρμήγκια και χελώνες που διασχίζουν τους δρόμους.

Στρίβοντας εκ δεξιών προς αριστερά πηγαίνει στην πόρτα και τρέχοντας εγκαταλείπει αποφασιστικά τούτη τη φρίκη, τούτον τον ευτελισμό της χώρας μου για πάντα…