Άργησες
πολύ να ‘ρθεις τόσο που
σαν
κατέφθασες τα πάντα είχαν ήδη
ξεραθεί
μήτε
κλαδάκι μήτε φύλλο μήτε ρίζα
είχαν
απομείνει
άργησες
πολύ να ‘ρθεις τόσο που
σαν
ήρθες
‒
από θυμό μεγάλο
από
σκουριά αναπόφευκτη που
σαν
εξάνθημα έχει εξαπλωθεί ‒
δε
σ’ άνοιξα την πόρτα για να μπεις
να
ζω είχα μάθει με αδειανό το σώμα
άργησες
πολύ να ‘ρθεις τόσο που
η
Άνοιξη
από
καιρό με είχε φτύσει
τι
να σε κάνουν τώρα
τα
πικραμύγδαλά μου;