Κάθε βράδυ το ‘χε συνήθειο παλιό. Στην πολυθρόνα
καθότανε, το φως χαμηλωμένο, ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Τα μάτια
μισόκλειστα. Το ‘χε συνήθειο, εκεί στην πολυθρόνα, τα πλάνα του να κάνει. Για ένα
χρόνο, για δύο, για δέκα. Για το καλοκαίρι, το χειμώνα, για δουλειές, για
αγορές, για τη ζωή, για γάμο και παιδιά, για τούτο και για τ’ άλλο. Κάθε βράδυ
πλάνα.
Εκεί στην πολυθρόνα και σήμερα το βράδυ. Σαν πέρασε η ώρα το ποτήρι άφησε άδειο. Έσβησε το φως.
Τα πλάνα του
όπως πάντα είχε κάνει.
Κι ούτε που του πέρασε απ’ το νου πως, σε μέρες δυο,
θα είχε πια πεθάνει.