Την
απέραντη της απελπισίας θάλασσα
την
άμμο τη μαύρη που πνευμόνια γεμίζει
τον
διάχυτο των ματιών θλιμμένο καπνό
τα
πικραμένα τ' αδειανά από γάλα στήθη
την
άδεια που θρηνεί από έμβρυο μήτρα
τις
γυναίκες που σε βάρκες σάπιες γεννούν
των
ψυχών τις βρωμερές χαβούζες
των
μολυσμένων νερών τη δυσοσμία
το
ξινισμένο των δρόμων αίμα
μα
πιο πολύ σταυραδέρφια μου
το
μαύρο εαυτό μου
φοβάμαι