Πείνα
δεν αισθανότανε. Έτρωγε όμως συνέχεια και πολύ. Τόσο που ντροπή ένοιωθε κι
ενοχές μεγάλες. Εκτός ελέγχου η ζωή της. Εκτός ελέγχου κι αυτά που κατανάλωνε.
Μέσ’ από ‘κει λίγη χαρά, ματαίως, λίγη ευχαρίστηση αναζητούσε. Μα ηδονή καμιά.
Οι κάλυκες οι γευστικοί της νεκροί από καιρό.
Μια
μέρα, απελπισμένη καθώς ήτανε πολύ, τα άντερά της έφαγε, τη γλώσσα, το συκώτι,
το στομάχι.
Όταν
κάποια στιγμή τελείωσε και δεν της απέμεινε τίποτα πια να φάει, μέσα σ’ απόλυτη
έλλειψη, σ' απουσία ελπίδας, άνοιξε το παράθυρο, στο μικρό βγήκε μπαλκόνι της
κι έφαγε τον ήλιο.