Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Το τελευταίο καταφύγιο



Χρόνια τώρα σε τούτο το δωμάτιο κατέφευγε. Άλλοτε τη μέρα την στο φως προσηλωμένη, κάποιες φορές, τις περισσότερες, την προχωρημένη νύχτα. Οι μολύβδινοι καιροί, η βροχή, οι δρόμοι κατά το λυκόφως, οι δρόμοι των κλεμμένων ποδηλάτων με τα σκασμένα λάστιχα και τις κόκκινες σέλες, η γέφυρα της απονενοημένης γενναιοδωρίας, οι στύλοι μιας πρότερης εποχής με τις λάμπες τις σπασμένες, η αναχώρηση, οι δρόμοι κατά το ροδοχάραμα, η επιστροφή. Όλα ετούτα κι άλλα πολλά, έξω απ’ το κλειστό του παράθυρο παρέμεναν ως θέα τοπίου απόμακρου.

Κατέφευγε εκεί. Στην άγια πολυθρόνα του. Στο άγιο του δωμάτιο. Ένας δύτης με μπλε κράνος ξεπετάγονταν από την φουρτούνα των αναποδογυρισμένων προς τα μέσα ματιών του. Τα μάτια του, τα έτσι αναποδογυρισμένα, μικρά υποβρύχια που ολοένα ταξίδευαν. Στη νύχτα των ηρώων του Ντοστογιέφσκι. Στη νύχτα του Αντονιόνι. Στη νύχτα των κλεφτών. Στην αυτοκρατορική των κρυστάλλων που έσπασαν νύχτα. Στη νύχτα μέσα του. Στη νύχτα του θέρους που ξεσκονίζει τα σανδάλια της. Στα σονέτα τα νυχτερινά και στα πρελούδια. Στη νύχτα του σεισμού και των μεγάλων ανατροπών. Στη νύχτα του χειμώνα που αποκρυσταλλώνει των ρευστών πραγμάτων τη θνητότητα. Στη νύχτα με την πάλλουσα καρδιά που ταράζει τα νερά τα στάσιμα μ’ ανάσες βαθιές, σιγανές κι ανεπαίσθητες. Την καρδιά την πάλλουσα την τυλιγμένη με της αγάπης τη ματωμένη εσθήτα, την π' ανοίγει διάπλατα σα χρειαστεί να φύγουν ανεμπόδιστα της σκέψης τ’ αδιέξοδα.

Ερχόταν κάποτε το πρωί. Ερχόταν κάποτε το βράδυ. Και αυτός εκεί. Στο τελευταίο του καταφύγιο τα υποβρύχια των ματιών του να βυθίζει. Όταν απ’ την αρμύρα την αιωρούμενη ως το κόκαλο διαποτίζονταν και τα σπλάχνα του πνίγονταν στα βύθη κάθυγρος απ’ το δωμάτιο έβγαινε, αφήνοντας πίσω του πατημασιές από λάσπη και αίμα.