Αμέριμνος κολυμπούσε. Ξαφνικά, χάθηκε ολόκληρος. Μονάχα το ένα του χέρι, για λίγο, στην επιφάνεια σπαρτάρισε˙ σαν ψάρι έξω απ’ το νερό. Μονάχα για λίγο πέρα-δώθε το χέρι. Κανείς τους σημασία δεν έδωσε. Άρχισε πάλι τα καμώματά του, οι φίλοι είπανε γελώντας.
Ήμουν πιο βαθιά απ’ όσο νομίζατε, τους ψιθύρισε αργότερα ο νεκρός. Βοήθεια καλούσα.
Όλοι τους απ’ την ακτή τον κοίταζαν. Κανείς τους σημασία δεν έδωσε.
Κανείς τους δε σκέφτηκε τη διπλή των πραγμάτων όψη.