Τρίτη 19 Απριλίου 2022

Αχόρταγος βυθός

 


Του άρεσε να τη βλέπει ραγισμένη. Τη μισούσε ολόκληρη. Όπως ο θάνατος της ζωής τη χαρά μισεί. Έφευγε διαρκώς. Κι όταν το μίσος του κόντευε να ξεχάσει, πίσω γυρνούσε. Απ’ την αρχή να ροκανίσει ό,τι όρθιο απέμενε. Κάλυκες άδειοι τα παγερά του μάτια.

Ένα ναυάγιο ήτανε. Ποτέ το μαύρο του βυθού δε θέλησε. Ένα πουλάκι τρυφερό. Τον εύλαλο ουρανό πάντ’ αγαπούσε. Να λούζεται απ’ του ήλιου το χάδι. Να χορταίνει απ’ τα σύννεφα τη δίψα της. Αγάπη και χάδι ποτέ δε γνώρισε. Ούτ’ ήπιε απ’ τα σύννεφα νερό. Όταν εκείνος έφευγε, μια σάρκα που κλαίει το σώμα και ψυχή. Σαν γύριζε, τα ίδια και χειρότερα.

Μια τέτοια μέρα, που άλλο στ’ αμπάρια της τίποτα δε χωρούσε, κατά τη θάλασσα πήγε. Άγκυρες σήκωσε. Για του βυθού κίνησε το μαύρο. Αυτού του βυθού που ποτέ της δε θέλησε.

Ο βυθός αχόρταγος.

Αύτανδρη την κατάπιε.