Ξαπλώνει σηκώνεται
πεινάει διψάει
διψάει διψάει διψάει
έχει πόδια σάρκα και κοιλιά
κεφάλι έχει και χέρια
αγγίζω το στήθος τη μέση τους γοφούς
τους τόπους τα ραγίσματα τα περάσματά του αγγίζω
ένα χωράφι έμαθα πως είναι
ξερό ραγισμένο γυμνό
το σώμα μου που διψάει
διψάει διψάει διψάει
αυτό το ξερό το σώμα
το ραγισμένο και γυμνό
αυτό αυτό αυτό μονάχα
πως είμαι ζωντανή
ακόμα μου θυμίζει