Έβρεχε πάντα ανάμεσα
στον εαυτό μου και σ’ εμένα
με νεροποντές κι αστραπόβροντα
περνάγανε οι μέρες όλες
αμετάκλητα κι οριστικά
φθινόπωρο ήμουν ανεμόδαρτο
μιας υγρασίας ήμουν έρμαιο
που ύπουλα μονίμως με κατέτρωγε
στα άδυτά της στεγνά
βρυχιόταν η ψυχή