Ατμόσφαιρα θανατερή από φαντασμάτων άρωμα διαποτισμένη. Σε κάθε του δωματίου σπιθαμή φωνές νεκρικές της μιλούσαν. Καθηλωμένη την κράταγαν χέρια σκελετωμένα. Άνεμος άγριος βίαια τις κουρτίνες ξέσκιζε — κι όμως, το παράθυρο κλειστό. Γέρικο το ταβάνι σκυθρωπό που έπεφτε στο στήθος και την πλάκωνε. Δέντρα πορφυρά φύτρωσαν και την ξέσκιζαν στις καρδιάς το μέρος.
Λιβανιού την έπνιγε άρωμα.
Βαρύ κι ασήκωτο.