Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

Γυμνή

 

Βγάζει τα ρούχα της. Τα δωμάτια τριγυρίζει στα μαλλιά φορώντας κορδέλα λευκή. Γυμνή. Σαν των φυλακών τα δίχως παράθυρα κελιά, η ζωή της. Πάνε χρόνοι πολλοί που ξέχασε πώς είναι να γελάς. Μονάχα βγάζει καμιά φορά μέσα απ’ το στόμα της πουλιά που πετούν. Μισή γυναίκα και μισή ουρανός. Με μάτια σύννεφα γεμάτα˙ όμως βροχή δε λέν’ να στάξουν. Άδεια. Όπως δωμάτια που τριγυρίζει στα μαλλιά φορώντας κορδέλα λευκή. Σαν τη σιωπή. Σκόρπια. Τα ρούχα στο πάτωμα σκόρπια κι αυτά κοιτούν με απορία έκδηλη το άδειο τους. Τρομάζουν τ’ άδεια ρούχα. Άμορφη μάζα γίνονται. Στους καθρέφτες σπασμένες οι μορφές φορούν σακούλες χάρτινες. Χάρτινες και οι νύχτες, οι ως τα πριν κατάφωτες κι έναστρες. Που τα ρούχα άδεια. Νύχτες που έτσι γυμνή θεόγυμνη θρηνεί ενώ με λύσσα σφάζεται. Παπαρούνες. Γεμίζουν τις νύχτες παπαρούνες τα δωμάτια σαν σφάζεται.

Κανείς ποτέ δε ρώτησε να μάθει το γιατί. 

(Γυμνή μα αιμάτινη εσώτερα σ’ αγάπησαν, κόκκινη παπαρούνα;

  Πες.)