Κάθε μέρα στη δουλειά
απ’ τον ίδιο δρόμο πήγαινε
γύριζε απ’ τον ίδιο πάντα
έμπαινε στο πάντα άδειο σπίτι
τις άδειες καρέκλες κοίταζε
στου κρεβατιού έπειτα ξάπλωνε
την ανυπόφορη αδειοσύνη
μα τη
νύχτα ω! κάθε νύχτα
καταπίνοντας μπουκιές από όνειρα
σε τόπους όμορφους ταξίδευε
μ' εκείνον που από πάντα αγαπούσε
και που μαζί της δεν ήταν πια